ἄλεισον

ἄλεισον
ἄλεισον [ᾰ], τό,
A cup, goblet, = δέπας (Ath.11.783a),

χρύσειον Il.11.774

, Od.3.50, al.;

περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet.1.1.13

:—masc. [full] ἄλεισος Ar.Fr.623.
II hip-socket, Marsyasap.Ath.11.479c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄλεισον — cup neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλεισον — Είδος ποτηριού που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε συμπόσια και σπονδές. Κατασκευαζόταν συνήθως από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Ήταν σκαλιστό και διακοσμημένο με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον Όμηρο περιγράφεται με δύο λαβές… …   Dictionary of Greek

  • Άλεισον ή Ελισών — Αρχαία πόλη της Γερμανίας που είχε χτίσει ο Ρωμαίος στρατηγός Δρούσος, το 11 π.Χ., για να εξασφαλίσει τη στρατιωτική επικοινωνία με τον Ρήνο …   Dictionary of Greek

  • ἀλείσου — ἄλεισον cup neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείσῳ — ἄλεισον cup neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλεισα — ἄλεισον cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лить — лью, укр. лити, ллю, блр. лiць, ст. слав. лити, лѣѭ χεῖν, а также лиѭ, лиѩти, болг. лея, сербохорв. ли̏ти, ли̏jе̑м, словен. liti, lijem, чеш. liti, leji, слвц. liаt᾽, lejem, др. польск. lic, leję, польск. lac, leję, в. луж. lec, liju, н. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • lē̆ i-4 —     lē̆ i 4     English meaning: to pour     Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, tröpfeln”     Note: perhaps identical with lei 3.     Material: O.Ind. perhaps pra līna “aufgelöst, ermattet”, vi linüti “zergeht, löst sich auf”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”